- χρησμωδώ
- -έω, ΜΑ, και ιων. ασυναίρ. τ. χρησμῳδέω Α [χρησμῳδός]1. (ιδίως) είμαι χρησμωδός, διατυπώνω χρησμούς με τη μορφή τραγουδιού2. (γενικά) δίνω χρησμούς, χρησμοδοτώ3. (κατά το λεξ. Σουδα) (το απρμφ. ενεστ.) χρησμῳδεῑν«θεολογεῑν»αρχ.παθ. χρησμῳδοῡμαι, -έομαι(για μάντη) εμπνέομαι από τον θεό, βρίσκομαι σε κατάσταση έκστασης.
Dictionary of Greek. 2013.